- σχολαρχικός
- σχολαρχ-ικός, ή, όν,A professorial, prob. for σχολαργικός in Vett.Val.15.27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σχολαρχικός — ή, όν, Α [σχολάρχης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σχολάρχη … Dictionary of Greek